Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάφυσις
καταφυτεία
καταφύτευσις
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωνεῖ
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
View word page
καταφωτισμός
καταφωτ-ισμός, ,
A). illumination, Hero *Deff. 135.12 .


ShortDef

illumination

Debugging

Headword:
καταφωτισμός
Headword (normalized):
καταφωτισμός
Headword (normalized/stripped):
καταφωτισμος
IDX:
55571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55572
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταφωτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illumination</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">*Deff.</span> <span class="bibl"> 135.12 </span>.</div> </div><br><br>'}