Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταφυγή
καταφύγιον
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξει
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφύτευσις
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωνεῖ
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
View word page
καταφυτεία
καταφῠτ-εία
,
ἡ
,
A).
planting
,
BGU
1120.20
(ii B.C.).
ShortDef
planting
Debugging
Headword:
καταφυτεία
Headword (normalized):
καταφυτεία
Headword (normalized/stripped):
καταφυτεια
IDX:
55562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55563
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταφῠτ-εία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">planting</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1120.20 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}