Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρίσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφύγιον
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
View word page
καταφρόνητος
καταφρόν-ητος, ον,
A). despicable, Phld. Rh. 2.175S.


ShortDef

despicable

Debugging

Headword:
καταφρόνητος
Headword (normalized):
καταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
καταφρονητος
IDX:
55546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταφρόν-ητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">despicable</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2.175S. </span> </div> </div><br><br>'}