Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρίσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
View word page
καταφρίσσω
καταφρίσσω, pf.-πέφρικα, strengthd. for φρίσσω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταφρίσσω
Headword (normalized):
καταφρίσσω
Headword (normalized/stripped):
καταφρισσω
IDX:
55539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55540
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταφρίσσω</span>, pf.-<span class="foreign greek">πέφρικα</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">φρίσσω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}