Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρίσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
View word page
καταφράκτης
κατα-φράκτης, ου, ,
A). coat of mail: a kind of bandage, so called from its like ness, Gal. 18(1).816 .


ShortDef

coat of mail

Debugging

Headword:
καταφράκτης
Headword (normalized):
καταφράκτης
Headword (normalized/stripped):
καταφρακτης
IDX:
55535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55536
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-φράκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coat of mail</span>: a kind of <span class="tr" style="font-weight: bold;">bandage</span>, so called from its like ness, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).816 </span>.</div> </div><br><br>'}