καταφράζω
καταφράζω,
A). declare, τὸ σαφανές O. 10(11).55 :— Med., with aor. Pass. and Med., consider, think upon, weigh, καταφράζεσθε καὶ αὐτοὶ τήνδε δίκην Op. 248 ; καταφρασθεὶς αὐτὸν ταῦτα ποιεῦντα having observed .. , ; 4.76 κατεφράσατο ; 13.38 εἰ τήνδε -φράσσαιο κέλευθον . 884