Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλονεικέω
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
View word page
κατάφλεκτος
κατά-φλεκτος, ον,
A). burnt, Hld. 1.1 .


ShortDef

burnt

Debugging

Headword:
κατάφλεκτος
Headword (normalized):
κατάφλεκτος
Headword (normalized/stripped):
καταφλεκτος
IDX:
55518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55519
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-φλεκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burnt</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:1.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 1.1 </a>.</div> </div><br><br>'}