Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθίω
καταφθορά
καταφίημι
καταφιλέω
καταφίλημα
καταφιλονεικέω
καταφιλοσοφέω
καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
View word page
καταφιμόω
καταφῑμόω,
A). conticisco, Gloss.


ShortDef

conticisco

Debugging

Headword:
καταφιμόω
Headword (normalized):
καταφιμόω
Headword (normalized/stripped):
καταφιμοω
IDX:
55514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταφῑμόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conticisco,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}