Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταύλησις
καταυλίζομαι
κάταυλον
καταύστηρος
καταυστής
καταυτόθι
καταυτοί
καταυχένιος
καταυχέω
καταύω
καταφαγᾶς
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφάνεια
καταφανής
καταφανίζω
καταφαντάζομαι
καταφαντός
κατάφαρκτος
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
View word page
καταφαγᾶς
καταφᾰγᾶς, , ,
A). v. κατωφαγᾶς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταφαγᾶς
Headword (normalized):
καταφαγᾶς
Headword (normalized/stripped):
καταφαγας
IDX:
55475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταφᾰγᾶς</span>, <span class="itype greek">ᾶ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατωφαγᾶς</span> .</div> </div><br><br>'}