Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταυδάω
καταύδησις
καταυθαδίζω
καταῦθι
καταυλέω
καταύλημα
καταύλησις
καταυλίζομαι
κάταυλον
καταύστηρος
καταυστής
καταυτόθι
καταυτοί
καταυχένιος
καταυχέω
καταύω
καταφαγᾶς
καταφαγεῖν
καταφαίνω
καταφάνεια
καταφανής
View word page
καταυστής
καταυστής·
καταδυστής
,
Hsch.
; cf.
καταύω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταυστής
Headword (normalized):
καταυστής
Headword (normalized/stripped):
καταυστης
IDX:
55469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55470
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταυστής·</span> <span class="foreign greek">καταδυστής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">καταύω</span>.</div><br><br>'}