Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
κατατωθάζω
καταυαίνω
καταυγάζω
καταύγασμα
καταυγασμός
View word page
κατατρωματίζω
κατατρωματίζω
, Ion. for
κατατραυμ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατατρωματίζω
Headword (normalized):
κατατρωματίζω
Headword (normalized/stripped):
κατατρωματιζω
IDX:
55445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55446
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρωματίζω</span>, Ion. for <span class="itype greek">κατατραυμ</span>-.</div><br><br>'}