Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
κατατυγχάνω
κατατυμβοχοέω
κατατύπτω
κατατυραννέω
κατάτυρος
View word page
κατατρυπάω
κατατρῡπάω,
A). bore through, Gloss.


ShortDef

bore through

Debugging

Headword:
κατατρυπάω
Headword (normalized):
κατατρυπάω
Headword (normalized/stripped):
κατατρυπαω
IDX:
55440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρῡπάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bore through,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}