Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
View word page
κατάτροπος
κατά-τροπος, ον,
A). = κατάντης , steep, prob. in Hsch.


ShortDef

steep

Debugging

Headword:
κατάτροπος
Headword (normalized):
κατάτροπος
Headword (normalized/stripped):
κατατροπος
IDX:
55435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55436
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-τροπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατάντης</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">steep</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}