Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
κατατρύω
κατατρώγω
View word page
κατατροπά
κατα-τροπά, , Dor. name of a part of the νόμος κιθαρῳδικός, Poll. 4.66 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατροπά
Headword (normalized):
κατατροπά
Headword (normalized/stripped):
κατατροπα
IDX:
55434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55435
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-τροπά</span>, <span class="foreign greek">ἁ</span>, Dor. name of a part of the <span class="foreign greek">νόμος κιθαρῳδικός</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:66" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.66/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.66 </a>.</div><br><br>'}