Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατατραυματίζω
κατατρεπτικῶς
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
κατατρύχω
View word page
κατατρίχιος
κατατρίχιος
[
τρῐ],
,
A).
fine as a hair
,
Hsch.
ShortDef
fine as a hair
Debugging
Headword:
κατατρίχιος
Headword (normalized):
κατατρίχιος
Headword (normalized/stripped):
κατατριχιος
IDX:
55432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55433
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρίχιος</span> [<span class="foreign greek">τρῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fine as a hair</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}