Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρεπτικῶς
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
κατατρύζω
κατατρυπάω
κατατρυφάω
View word page
κατατρίζω
κατατρίζω, strengthd. for τρίζω, Batr. 88 .


ShortDef

to squeak

Debugging

Headword:
κατατρίζω
Headword (normalized):
κατατρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατατριζω
IDX:
55431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">τρίζω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1220.tlg001:88" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1220.tlg001:88/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Batr.</span> 88 </a>.</div><br><br>'}