Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγεῖν
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρεπτικῶς
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
κατάτροπος
κατατροπόω
κατατροχάζω
κατατροχίζω
View word page
κατατριβή
κατα-τρῐβή, ,
A). wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L. 6.24 .


ShortDef

wasting, squandering

Debugging

Headword:
κατατριβή
Headword (normalized):
κατατριβή
Headword (normalized/stripped):
κατατριβη
IDX:
55428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-τρῐβή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wasting, squandering</span>, <span class="foreign greek">τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης</span>] <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:6:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:6.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 6.24 </a>.</div> </div><br><br>'}