Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατόξευσις
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγεῖν
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρεπτικῶς
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
κατατροπά
View word page
κατατρέπω
κατατρέπω
,
A).
put to flight,
PMasp.
4.13
(vi A.D.).
ShortDef
put to flight
Debugging
Headword:
κατατρέπω
Headword (normalized):
κατατρέπω
Headword (normalized/stripped):
κατατρεπω
IDX:
55424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55425
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put to flight,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 4.13 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}