Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατόξευσις
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγεῖν
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρεπτικῶς
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
κατατρίζω
κατατρίχιος
κατάτριψις
View word page
κατατρεπτικῶς
κατατρεπτικῶς,
A). v. καταστρεπτικῶς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατρεπτικῶς
Headword (normalized):
κατατρεπτικῶς
Headword (normalized/stripped):
κατατρεπτικως
IDX:
55423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρεπτικῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταστρεπτικῶς</span> .</div> </div><br><br>'}