Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατιτύσκομαι
κατατλάω
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατόξευσις
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγεῖν
κατατραγῳδέω
κατατραυματίζω
κατατρεπτικῶς
κατατρέπω
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατατριβή
κατατρίβω
κατατριδομέω
View word page
κατατραγεῖν
κατατρᾰγεῖν, aor. 2 inf. Act. of κατατρώγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατραγεῖν
Headword (normalized):
κατατραγεῖν
Headword (normalized/stripped):
κατατραγειν
IDX:
55420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατρᾰγεῖν</span>, aor. 2 inf. Act. of <span class="foreign greek">κατατρώγω</span>.</div><br><br>'}