κατατομή
κατατομή, ἡ,
A). incision, notch, groove, HP 4.8.10 , Je. 31 ( 48 ). 37 ; ἄνευ -τομῆς uncarved, smooth, , cf. 12.372.134 373.231 : pl., . 1.67
II). part of a theatre, Dem.Fr. 3 : variously expld. as = ὀρχήστρα or διάζωμα, AB 270 , cf.
2). face of rock, ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κ. τῆς πέτρας ; 138 μέταλλον καὶ κ. perh. a mine and a quarry-face, . 22.1582.70
III). = καταγραφή , profile, (s.h.v.).