Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτράω
κατατίτρησις
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατλάω
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατόξευσις
κατατοξεύω
κατατορνεύω
κατατραγεῖν
κατατραγῳδέω
View word page
κατατλάω
κατατλάω, strengthd. for Τλάω, in med. form κατετλᾶτο, Hsch. κατατοιόντα: κατασκευάζοντα, Id. (fort. καταρτύοντα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατλάω
Headword (normalized):
κατατλάω
Headword (normalized/stripped):
κατατλαω
IDX:
55411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55412
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατλάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">Τλάω</span>, in med. form <span class="foreign greek">κατετλᾶτο</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κατατοιόντα</span>: <span class="foreign greek">κατασκευάζοντα</span>, Id. (fort. <span class="foreign greek">καταρτύοντα</span>).</div><br><br>'}