Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
κατατίλλω
κατατιμωρέω
κατατιτράω
κατατίτρησις
κατατιτρώσκω
κατατιτύσκομαι
κατατλάω
κατατοιχογραφέω
κατατοκίζω
κατατολμάω
κατατομή
κατάτονος
κατατόξευσις
View word page
κατατιτράω
κατατιτρ-άω,
A). v. κατατετραίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατιτράω
Headword (normalized):
κατατιτράω
Headword (normalized/stripped):
κατατιτραω
IDX:
55407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατιτρ-άω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατατετραίνω</span> .</div> </div><br><br>'}