κατατετραίνω
κατατετραίνω, found as pres. only in the form καταταρτᾰρ-τιτράω : aor. 1 - 11.402 έτρησα :— 2.689c
A). bore through, perforate, ll.cc.: usu. in pf. Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Ti. 70c , cf. ; 15.1.36 ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται . 2.699a