Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατέθηπα
κατατεθνεώς
καταταρταρηώς
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατειχογραφέω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
καταταρταρτεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
κατατηξίτεχνος
κατατίθημι
κατατιλάω
View word page
κατατεταγμένως
κατατεταγμένως, Adv. pf. part. Pass., (κατατάσσω)
A). in order, D.S. 9.10 (sed leg.


ShortDef

in order

Debugging

Headword:
κατατεταγμένως
Headword (normalized):
κατατεταγμένως
Headword (normalized/stripped):
κατατεταγμενως
IDX:
55394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατεταγμένως</span>, Adv. pf. part. Pass., (<span class="etym greek">κατατάσσω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in order</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:9:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:9.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 9.10 </a> (sed leg.</div> </div><br><br>'}