Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατεθνεώς
καταταρταρηώς
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατειχογραφέω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
καταταρταρτεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
κατάτεχνος
κατατήκω
View word page
κατατελέω
κατατελέω,
A). contribute, φόρον dub. in IG 12.231 .


ShortDef

contribute

Debugging

Headword:
κατατελέω
Headword (normalized):
κατατελέω
Headword (normalized/stripped):
κατατελεω
IDX:
55391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατελέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contribute</span>, <span class="foreign greek">φόρον</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12.231 </span>.</div> </div><br><br>'}