Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατεθνεώς
καταταρταρηώς
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατειχογραφέω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
καταταρταρτεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
κατατεχνέω
View word page
κατατειχογραφέω
κατατειχογρᾰφέω, f.l. for κατατοιχ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατειχογραφέω
Headword (normalized):
κατατειχογραφέω
Headword (normalized/stripped):
κατατειχογραφεω
IDX:
55389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατειχογρᾰφέω</span>, f.l. for <span class="itype greek">κατατοιχ</span>- (q.v.).</div><br><br>'}