Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἄμπνυε
ἄμπνυτο
ἀμποίχοιτις
ἄμποτε
ἄμποχος
ἀμπρακόν
ἀμπρευτής
ἀμπρεύω
ἀμπρόν
ἀμπτᾶσα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήριον
ἀμπύκωμα
ἄμπυξ
ἀμπώλημα
View word page
ἀμπρακόν
ἀμπρακόν·
μακρόθεν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμπρακόν
Headword (normalized):
ἀμπρακόν
Headword (normalized/stripped):
αμπρακον
IDX:
5538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5539
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπρακόν·</span> <span class="foreign greek">μακρόθεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}