Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατεθνεώς
καταταρταρηώς
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατειχογραφέω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
καταταρταρτεταμένως
κατατετραίνω
View word page
καταταρταρηώς
καταταρτᾰρ-ηώς, pf. part. of καταθνῄσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταταρταρηώς
Headword (normalized):
καταταρταρηώς
Headword (normalized/stripped):
καταταρταρηως
IDX:
55386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταταρτᾰρ-ηώς</span>, pf. part. of <span class="foreign greek">καταθνῄσκω</span>.</div><br><br>'}