Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατατανύω
κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατεθνεώς
καταταρταρηώς
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατειχογραφέω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
καταταρταρτεταμένως
View word page
κατατεθνεώς
κατατεθνεώς, and (in Hom.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατεθνεώς
Headword (normalized):
κατατεθνεώς
Headword (normalized/stripped):
κατατεθνεως
IDX:
55385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατεθνεώς</span>, and (in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hom.</span></span>)</div><br><br>'}