Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
κατατανύω
κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατεθνεώς
καταταρταρηώς
κατατείνω
View word page
καταταράσσω
κατατᾰράσσω,
A). f.l. for καταράσσω , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταταράσσω
Headword (normalized):
καταταράσσω
Headword (normalized/stripped):
καταταρασσω
IDX:
55377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατᾰράσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">καταράσσω</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}