Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασχόμενος
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
κατατανύω
κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
View word page
κατατάκω
κατατάκω [ᾱ], Dor. for κατατήκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατάκω
Headword (normalized):
κατατάκω
Headword (normalized/stripped):
κατατακω
IDX:
55374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατάκω</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, Dor. for <span class="foreign greek">κατατήκω</span>.</div><br><br>'}