Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασχολέομαι
κατασχόμενος
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
κατατανύω
κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
View word page
κατατακτικῶς
κατατακ-τικῶς, Adv., =
A). ordinate, Gloss.


ShortDef

ordinate

Debugging

Headword:
κατατακτικῶς
Headword (normalized):
κατατακτικῶς
Headword (normalized/stripped):
κατατακτικως
IDX:
55373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55374
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατακ-τικῶς</span>, Adv., = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ordinate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}