Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασχόμενος
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
κατατανύω
κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
View word page
κατατάκερος
κατατάκερος [τᾰκ],,
A). softened much, Gal. 6.669 .


ShortDef

softened much

Debugging

Headword:
κατατάκερος
Headword (normalized):
κατατάκερος
Headword (normalized/stripped):
κατατακερος
IDX:
55371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατατάκερος</span> [<span class="foreign greek">τᾰκ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">softened much</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.669 </span>.</div> </div><br><br>'}