Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασχόμενος
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
κατατανύω
κατάταξις
καταταράσσω
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
View word page
καταταινιόω
καταταινιόω,
A). bind with a ταινία, Anon. ap. Suid. s.v. ἐταινίωσε (s. v.l.).


ShortDef

bind with a ταινία

Debugging

Headword:
καταταινιόω
Headword (normalized):
καταταινιόω
Headword (normalized/stripped):
καταταινιοω
IDX:
55370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταταινιόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bind with a</span> <span class="foreign greek">ταινία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐταινίωσε</span> (s. v.l.).</div> </div><br><br>'}