Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασχόμενος
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
κατατανύω
View word page
κατασῴζω
κατασῴζω,
A). restore, κατεσῴσαμες Tab.Heracl. 1.51 ;-εσῴξαμες ib. 2.30 .


ShortDef

restore

Debugging

Headword:
κατασῴζω
Headword (normalized):
κατασῴζω
Headword (normalized/stripped):
κατασωζω
IDX:
55365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασῴζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">restore</span>, <span class="quote greek">κατεσῴσαμες</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Heracl.</span> 1.51 </span> ;-<span class="foreign greek">εσῴξαμες</span> ib. <span class="bibl"> 2.30 </span>.</div> </div><br><br>'}