Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασχόμενος
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατατάκω
View word page
κατασχόμενος
κατασχόμενος
, aor. part. Med. used in pass. sense,
A).
v.
κατέχω
C.
11
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασχόμενος
Headword (normalized):
κατασχόμενος
Headword (normalized/stripped):
κατασχομενος
IDX:
55364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55365
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασχόμενος</span>, aor. part. Med. used in pass. sense, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατέχω</span> C.<span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}