Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἄμπνυε
ἄμπνυτο
ἀμποίχοιτις
ἄμποτε
ἄμποχος
ἀμπρακόν
ἀμπρευτής
ἀμπρεύω
ἀμπρόν
ἀμπτᾶσα
ἀμπυκάζω
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήριον
View word page
ἀμποίχοιτις
ἀμποίχοιτις·
ἐν Συρακούσαις ἀρχή,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμποίχοιτις
Headword (normalized):
ἀμποίχοιτις
Headword (normalized/stripped):
αμποιχοιτις
IDX:
5535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5536
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμποίχοιτις·</span> <span class="foreign greek">ἐν Συρακούσαις ἀρχή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}