κατασχεθεῖν
κατα-σχεθεῖν, inf. of κατέσχεθον, poet.aor.2 of κατέχω (v. Σχέθω):—
A). hold back, κατὰ δ’ ἔσχεθε λαὸν ἅπαντα ; 24.530 κάσχεθε ( Ep. for κατέσχεθε) ; 11.702 χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεθών Supp. 1066 (lyr.); κατασχεθόντες ἱππικὸν δρόμον El. 754 ; also ὀργάς, θυμὸν κατασχεθεῖν, Ant. 1200 , HF 1210 (lyr.).
II). νηΐ θοῇ Θορικόνδε κατέσχεθον put in at h.Cer. 126 . ,