Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχασμός
κατασχαστέον
κατασχαστήρ
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
View word page
κατασχαστήρ
κατα-σχαστήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
A).
=
σχαστήρ
, prob. in
IG
11(2).165.11
(Delos, iii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασχαστήρ
Headword (normalized):
κατασχαστήρ
Headword (normalized/stripped):
κατασχαστηρ
IDX:
55350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55351
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-σχαστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σχαστήρ</span> , prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 11(2).165.11 </span> (Delos, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}