Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυμβαίνω
κατασυνηγορῆσαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασυστάδην
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
View word page
κατασυστάδην
κατασυστάδην, Adv.,
A). = συστάδην, ἡ κ. χειρονομία Hld. 9.16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασυστάδην
Headword (normalized):
κατασυστάδην
Headword (normalized/stripped):
κατασυσταδην
IDX:
55337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασυστάδην</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συστάδην, ἡ κ. χειρονομία</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:9:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:9.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 9.16 </a>.</div> </div><br><br>'}