Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυμβαίνω
κατασυνηγορῆσαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασυστάδην
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
View word page
κατασυνήθεια
κατασυν-ήθεια, ,
A). customary gift, PMasp. 136.3 (vi A.D.).


ShortDef

customary gift

Debugging

Headword:
κατασυνήθεια
Headword (normalized):
κατασυνήθεια
Headword (normalized/stripped):
κατασυνηθεια
IDX:
55334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασυν-ήθεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">customary gift,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 136.3 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}