Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυμβαίνω
κατασυνηγορῆσαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασυστάδην
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
View word page
κατασυμβαίνω
κατασυμβαίνω, dub. l. in Iamb. in Nic. p.12 P.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασυμβαίνω
Headword (normalized):
κατασυμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασυμβαινω
IDX:
55332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασυμβαίνω</span>, dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Nic.</span> p.12 </a> P.</div><br><br>'}