Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἄμπνυε
ἄμπνυτο
ἀμποίχοιτις
ἄμποτε
ἄμποχος
ἀμπρακόν
ἀμπρευτής
ἀμπρεύω
ἀμπρόν
ἀμπτᾶσα
View word page
ἄμπνευμα
ἄμπν-ευμα, ἀμπν-οά, poet. for ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμπνευμα
Headword (normalized):
ἄμπνευμα
Headword (normalized/stripped):
αμπνευμα
IDX:
5532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄμπν-ευμα</span>, <span class="orth greek">ἀμπν-οά</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.</span> </div><br><br>'}