Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυμβαίνω
κατασυνηγορῆσαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασυστάδην
κατασφαγή
View word page
κατασυβωτέω
κατασῠβωτέω,
A). fatten like a pig, τὴν ψυχὴν ἡδοναῖς Plu. 2.1096d .


ShortDef

fatten like a pig

Debugging

Headword:
κατασυβωτέω
Headword (normalized):
κατασυβωτέω
Headword (normalized/stripped):
κατασυβωτεω
IDX:
55328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασῠβωτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fatten like a pig</span>, <span class="quote greek">τὴν ψυχὴν ἡδοναῖς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1096d </span> .</div> </div><br><br>'}