Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυμβαίνω
κατασυνηγορῆσαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
View word page
κατάστυφλος
κατά-στυφλος, ον, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάστυφλος
Headword (normalized):
κατάστυφλος
Headword (normalized/stripped):
καταστυφλος
IDX:
55325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-στυφλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}