Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυμβαίνω
View word page
καταστυγνόομαι
καταστῠγ-νόομαι, Pass.,
A). = καταστυγνάζω , Hsch. s.v. ἔστυγμαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταστυγνόομαι
Headword (normalized):
καταστυγνόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστυγνοομαι
IDX:
55322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστῠγ-νόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταστυγνάζω</span> , Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἔστυγμαι</span> .</div> </div><br><br>'}