καταστυγέω
καταστῠγ-έω, aor.
A). κατέστῠγον :— 17.694 to be horror-struck, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας l.c.: c.acc., abhor, abominate, κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτήν ; 10.113 δόρπα Al. 476 : later aor. κατεστύγησα VS p.471 , Lex. s.v. κατέστυγε .
II). causal in aor. 1 κατέστυξα, make abominable, (but in 731.26 = μισῆσαι ). pf. part. Pass. κατεστυγημένος , ; f.l.-μένως in