Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
View word page
καταστρώτης
κατα-στρώτης, ου, , =
A). scansor, Gloss.


ShortDef

scansor

Debugging

Headword:
καταστρώτης
Headword (normalized):
καταστρώτης
Headword (normalized/stripped):
καταστρωτης
IDX:
55319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55320
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-στρώτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scansor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}