Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἄμπνυε
ἄμπνυτο
ἀμποίχοιτις
ἄμποτε
ἄμποχος
ἀμπρακόν
ἀμπρευτής
ἀμπρεύω
ἀμπρόν
View word page
ἀμπνείω
ἀμπν-είω, Ep. for ἀναπνέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπνείω
Headword (normalized):
ἀμπνείω
Headword (normalized/stripped):
αμπνειω
IDX:
5531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπν-είω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἀναπνέω.</span> </div><br><br>'}